ολονέν

ολονέν
και ολονένα
επίρρ. βλ. ολοένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολοένα — και ολοέν και ολονέν και ολονένα επίρρ. 1. χωρίς διακοπή, αδιάκοπα, συνεχώς, διαρκώς 2. συχνά («ολοένα παραπονιέται») 3. ήδη, αυτή τη στιγμή, την ώρα που μιλάμε («ολοένα θά ναι στον δρόμο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὅλο(ν) ἕνα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”